- σπρου
- η, Νάκλ. ιατρ. νόσος που συνδυάζεται με πλημμελή διατροφή και προκαλείται από ανεπαρκή κατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών, δημητριακών ολικής αλέσεως, νωπών φρούτων, βιταμινών, αλατιού και ανόργανων αλάτων, αλλ. τροπική σπρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sprue < ολλανδ. spruw].
Dictionary of Greek. 2013.